αποκοιμίζω — αποκοιμίζω, αποκοίμισα, αποκοιμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αποκοιμίζω : σπάνια η εμφάνιση του ρήματος στην παθητική φωνή (αποκοιμίζομαι, βλ. πίν. 34 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκοιμίζω — ισα (χωρίς παθ. φωνή) 1. κοιμίζω κάποιον: Τ’ αποκοίμισα το μωρό. 2. κάνω κάποιον να μην καταλάβει το δόλο, εξαπατώ, ξεγελώ: Ο παλιάνθρωπος, τόσο καιρό μ αποκοίμιζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκοιμίζουσι — ἀποκοιμίζω put to sleep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκοιμίζω put to sleep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοιμιζούσης — ἀποκοιμίζω put to sleep pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοιμίζεσθαι — ἀποκοιμίζω put to sleep pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοιμίσω — ἀ̱ποκοιμίσω , ἀποκοιμίζω put to sleep aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀποκοιμίζω put to sleep aor subj act 1st sg ἀποκοιμίζω put to sleep fut ind act 1st sg ἀποκοιμίζω put to sleep aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκαλίζω — (AM βαυκαλίζω) νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα νεοελλ. 1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις 2. ( ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ.… … Dictionary of Greek
ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… … Dictionary of Greek
καταβαυκαλίζω — (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, άω) 1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου νεοελλ. μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω αρχ. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλίζω «νανουρίζω»] … Dictionary of Greek
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek